Δευτέρα 14 Μαΐου 2012

Πιλοτικά το ICD-10 για κοστολόγηση θεραπειών ανά «πακέτο» αντιμετώπισης

Σε κωδικοποίηση των νόσων, των διαγνώσεων, αλλά και του κόστους τους προχωρεί το υπουργείο Υγείας σε συνεργασία με το Κεντρικό Συμβούλιο Υγείας (ΚΕΣΥ) και την Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας (ΕΣΔΥ) κατά τα πρότυπα του ICD-10, της διεθνούς κατάταξης νόσων του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ). Θα ακολουθήσει ο προσδιορισμός «ΠΑΚΕΤΩΝ» κοστολόγησης των πράξεων κατά την κατηγοριοποίηση που θα προκύψει έως το τέλος του έτους,
Συμφωνά με την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Υγείας n κωδικοποίηση αυτή θα βοηθήσει να υπάρξουν καλύτερα επιδημιολογικά στοιχεία, καλύτερη ταξινόμηση των αναγκών που πραγματικά έχουν τα νοσοκομεία, ώστε να υπάρχει δυνατότητα από το υπουργείο για καλύτερη κατανομή των πόρων.
Πεποίθηση της ηγεσίας του υπουργείου, αποτελεί επίσης και το ότι με την κατηγοριοποίηση αυτή, ταυτόχρονα, θα εξυπηρετηθούν καλύτερα οι ανάγκες των πολιτών και θα μπορέσει να ασκηθεί συνολικά καλύτερη διοίκηση του χώρου της υγείας και των προμηθειών, με επιστημονική βάση.
Η πιλοτική εφαρμογή του ICD-10 ανακοινώθηκε στους ελεγκτές της τρόικας στην πρόσφατη επίσκεψή τους στις αρχές Αυγούστου με πρόθεση για πλήρη εφαρμογή τους από 1ης Οκτωβρίου, τουλάχιστον στα νοσοκομεία του ΕΣΥ.
Η παραπάνω κωδικοποίηση περιλαμβάνει 14.400 κωδικούς και ανάλογα με υποκατηγορίες φθάνει τους 16.000 κωδικούς, και αναφέρεται αναλυτικά στις ασθένειες, τα συμπτώματά τους και τις ενδείξεις. Σύμφωνα με τον προγραμματισμό του υπουργείου, μετά από τρίμηνη εφαρμογή της, θα επιχειρηθεί από το 2011 n κοστολόγηση των θεραπειών ανά "πακέτο" αντιμετώπισης, σε ένα σύστημα αντίστοιχο με το σύστημα DRG που έχει εφαρμογή σε περιστατικά νοσηλείας (πρώτη φορά εφαρμόσθηκε στο σύστημα Medicare των ΗΠΑ).
Για τις υπάρχουσες μέχρι στιγμής μελέτες της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας σχετικά με το κόστος των ασθενειών και τη διαχείρισή τους, μας μίλησε ο οικονομολόγος και επιστημονικός συνεργάτης της ΕΣΔΥ κ. Κώστας Αθανασάκης, σύμφωνα με τον οποίο οι κύριες μελέτες σχετίζονται με καρδιολογικά περιστατικά και το διαβήτη. Αναλυτικότερα οι μελέτες της ΕΣΔΥ επισημαίνουν τα ακόλουθα:
ΔΙΑΒΗΤΗΣ
Σε ό,τι αφορά το διαβήτη, υπολογίσθηκε ότι n αντιμετώπιση της νόσου, ευθύνεται για τη δέσμευση του 3% - 6%ο των υγειονομικών δαπανών. To ποσό που απαιτείται για την κάλυψη ενός σωστά ρυθμισμένου διαβητικού, υπολογίζεται σε 983 ευρώ κατ' έτος, ενώ ένας αρρύθμιστος ασθενής, κοστίζει στο σύστημα υγείας 1.570 ευρώ το χρόνο, χωρίς να υπολογίζεται το κόστος αντιμετώπισης των επιπλοκών της νόσου.
Για την κάλυψη των 800.000 διαβητικών στη χώρα απαιτούνται πόροι άνω του ενός δισ. ευρώ, ενώ συνυπολογίζοντας και τις επιπλοκές της νόσου, που φθάνουν περί τα 2.890 ευρώ το έτος ανά ασθενή, το κόστος ανεβαίνει στα 2,3 δισ. ευρώ, απορροφώντας το 12% των δαπανών υγείας.
Σύμφωνα με τη μελέτη, τα άτομα που είναι ικανοποιητικά ρυθμισμένα χρειάζεται να επισκέπτονται το γιατρό τους μέχρι τρεις φορές το χρόνο, όταν οι μη ρυθμισμένοι ασθενείς χρειάζονται περισσότερες από έξι επισκέψεις το χρόνο.
Όσο για τις εξετάσεις, για τους ρυθμισμένους ασθενείς n δαπάνη υπολογίζεται στα 429 ευρώ, δηλαδή 68% φθηνότερα από τους μη ρυθμισμένους, που χρειάζονται εξετάσεις αξίας 720 ευρώ.
To συνολικό ετήσιο κόστος για φάρμακα για τη ρύθμιση του σακχάρου είναι 339 ευρώ για τους ρυθμισμένους ασθενείς και 441 ευρώ για τους μη ρυθμισμένους ασθενείς.
Κατά μέσο όρο, κάθε άτομο με διαβήτη τύπου 2 στην Ελλάδα κοστίζει κατά μέσο όρο 1.300 ευρώ. Από τα χρήματα αυτά, το 44,8% αφορά εργαστηριακές και διαγνωστικές εξετάσεις, το 31,1% τη φαρμακευτική περίθαλψη και το 24,1% ιατρικές επισκέψεις.
Στο ποσό αυτό, δεν συμπεριλαμβάνονται οι δαπάνες για την αντιμετώπιση των επιπλοκών λόγω της νόσου, οι οποίες αντιστοιχούν στο 45°/ο έως 55°/ο του συνολικού κόστους του διαβήτη.
Πρόσφατες μελέτες στην Ελλάδα, έδειξαν ότι n συχνότητα του διαβήτη στον ενήλικο πληθυσμό εκτιμάται σε 7,6% για τους άνδρες και 5,9% για τις γυναίκες, ενώ στον αγροτικό πληθυσμό σε 7,2%.
Παράγοντες που συνδέονται με τη νόσο είναι n ηλικία, το φύλο, n κοινωνικοοικονομική κατάσταση αλλά και n υιοθέτηση του "δυτικού" τρόπου ζωής και συγκεκριμένα n εγκατάλειψη της μεσογειακής διατροφής και n έλλειψη φυσικής δραστηριότητας.
Ένα άτομο με διαβήτη παρουσιάζει προσδόκιμο επιβίωσης κατά 5-10 έτη μικρότερο σε σχέση με ένα υγιές άτομο, ενώ σημαντικές είναι και σι επιπλοκές της ασθένειας: περίπου 2,5 εκατομμύρια ασθενείς παγκοσμίως πάσχουν από διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια, ενώ ο διαβήτης αποτελεί την κυριότερη αιτία νεφρικής ανεπάρκειας στις ανεπτυγμένες χώρες.
ΥΠΕΡΤΑΣΗ
Για τη διερεύνηση της επίδρασης των κυριότερων παραμέτρων της υπέρτασης στο συνολικό κόστος της ασθένειας, δημιουργήθηκαν διαφορετικά μοντέλα κόστους τα οποία θα περιέγραφαν με τον ενδεδειγμένο τρόπο τις επιδράσεις αυτές. Έτσι μελετήθηκε το κόστος βάσει της νοσηλείας λόγω επιπλοκών, της συμμόρφωσης στην αγωγή και της κατηγορίας βαρύτητας της υπέρτασης.
Αναλυτικά, από τη μελέτη 1.365 υπερτασικών ασθενών, διαπιστώθηκε πως το μέσο ετήσιο κόστος της υπέρτασης χωρίς νοσηλεία έφθασε τις 853.941 ευρώ ή στα 687 ευρώ ανά ασθενή σε ετήσια βάση, ενώ στις περιπτώσεις που χρειάστηκε νοσηλεία (στους 122 ασθενείς) εξαιτίας επιπλοκών της υπέρτασης, το συνολικό κόστος έφτασε τα 216.062 ευρώ ποσό που ανάγεται σε 1.771 ευρώ ανά ασθενή σε ετήσια βάση.
Όπως σημείωσε ο κ. Αθανασάκης, "όπως ήταν αναμενόμενο, ενδεχόμενη νοσηλεία λόγω επιπλοκών φαίνεται πως δρα σε μεγάλο βαθμό αυξητικά στο μέσο κόστος ασθενούς. Για την ακρίβεια το μέσο κόστος ασθενών που έχουν νοσηλευθεί για αιτίες σχετιζόμενες με την υπέρταση είναι περίπου 300% υψηλότερο σε σύγκριση με εκείνων που δεν ανέφεραν νοσηλεία".
Η μελέτη συνεχίστηκε με τη μέτρηση των αποτελεσμάτων για τις περιπτώσεις των ασθενών που ακολουθούσαν τη φαρμακευτική τους αγωγή. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το μέσο ετήσιο κόστους των 1.330 ασθενών, σι οποίοι συμμορφώθηκαν στη συνιστώμενη φαρμακευτική αγωγή, προκάλεσε κόστος 1,049 εκ. ευρώ περίπου, ή μέση ετήσια δαπάνη 789,01 ευρώ ανά ασθενή σε ετήσια βάση, έναντι 120.202 ευρώ περίπου ή 939,08 ευρώ ανά ασθενή σε ετήσια βάση, για τους ασθενείς που δεν συμμορφώθηκαν προς τη θεραπεία τους (οι ασθενείς που δεν ακολούθησαν ακριβώς την αγωγή τους ήταν 128 από το σύνολο των μετεχόντων στη μελέτη).
Στο σημείο αυτό ο κ. Αθανασάκης τόνισε πως οι ασθενείς που δεν συμμορφώνονται στην αγωγή παρουσιάζουν κατά μέσο όρο 150,07 ευρώ υψηλότερο κόστος θεραπείας, σε σύγκριση με εκείνους που ακολούθησαν τις ιατρικές οδηγίες σε όλο το διάστημα παρακολούθησης. Έτσι, συνέχισε, «τα αποτελέσματα αποδεικνύουν ότι σε ένα χρόνιο νόσημα όπως n υπέρταση, n σημασία της σχολαστικής τήρησης των χρονοδιαγραμμάτων λήψης και των δοσολογιών των φαρμάκων, από την πλευρά των ασθενών, στη συνολική δαπάνη για τη θεραπεία είναι, όπως αναμενόταν, καθοριστική».
Μελετήθηκε επίσης, το μέσο ετήσιο κόστος των υπερτασικών ανά κατηγορία βαρύτητας της νόσου κατά την κατηγοριοποίηση του Παγκοσμίου Οργανισμού Υγείας, και ανάλογα με την ύπαρξη επιπλοκών ή όχι. Αναλυτικά, το μέσο ετήσιο κόστος της υπέρτασης χωρίς επιπλοκές, ανά ασθενή με υπέρταση σταδίου 1 φθάνει τα 660 ευρώ κατ' έτος, σταδίου 2 τα 725,2 ευρώ κατ' έτος, τα 815 ευρώ στο στάδιο 3 και στα 697,5 ευρώ στις περιπτώσεις μεμονωμένης συστολικής υπέρτασης. Στους ασθενείς που υφίστανται επιπλοκές της νόσου τους, το μέσο ετήσιο κόστος ανεβαίνει στις περιπτώσεις σταδίου 1 στα 915,25 ευρώ, σταδίου 2 στα 928,9 ευρώ, σταδίου 3 στα 1099,1 ευρώ και μεμονωμένης συστολικής υπέρτασης στα 897,7 ευρώ. Ο κ. Αθανασάκης, σημείωσε πως «από την ανάλυση, γίνεται φανερό ότι οι επιπλοκές και το στάδιο βαρύτητας της νόσου, ασκούν σημαντική επίδραση στο μέσο κόστος ανά ασθενή.
Συγκεκριμένα, το μέσο ετήσιο κόστος θεραπείας των υπερτασικών αυξάνεται: - ανάλογα με την κατηγορία βαρύτητας υπέρτασης, καθώς οι κατηγορίες που αντιστοιχούν σε ηπιότερη κλινική εικόνα, παρουσιάζουν παρόμοιο και σχετικά χαμηλό μέσο ετήσιο κόστος (660 - 697,5 ευρώ). Αντίθετα, το μέσο ετήσιο κόστος των ασθενών των κατηγοριών που παρουσιάζουν βαρύτερη κλινική εικόνα αυξάνεται σημαντικά στα 725,2 και 815 ευρώ, αντίστοιχα, και μάλιστα το κόστος δεν αλλάζει σημαντικά όταν στην ανάλυση συμπεριλαμβάνονται και οι επιπλοκές.
Αντιπαραβάλλοντας το μέσο κόστος των αντίστοιχων κατηγοριών βαρύτητας αποδεικνύεται πως όταν οι ασθενείς έχουν ιστορικό επιπλοκών n θεραπεία είναι περισσότερο δαπανηρή. Επιπλέον υπολογισμοί αποδεικνύουν ότι n μέση διαφορά του ετήσιου κόστους της ασθένειας μπορεί να ξεπεράσει τα 284 ευρώ στις περιπτώσεις των υπερτασικών σταδίου 3.
ΚΟΛΠΙΚΗ ΜΑΡΜΑΡΥΓΗ
Στη μελέτη για την κολπική μαρμαρυγή, ζητήθηκε από τους γιατρούς συμμετέχοντες να απαντήσουν πόσες φορές το χρόνο ζητούν από τους ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή να πραγματοποιήσουν μια σειρά εξετάσεων για τον έλεγχο της πορείας της υγείας τους.
Έτσι, προκύπτει ότι n γενική αίματος γίνεται 1,8 φορές ετησίως, n νεφρική λειτουργία ελέγχεται 1,9 φορές το χρόνο, n λειτουργία του θυρεοειδή και υπερηχογράφημα καρδιάς 1,4 φορές το χρόνο, του ήπατος 2 φορές το χρόνο, ο χρόνος προθρομβίνης 10 φορές το χρόνο, ηλεκτροκαρδιογραφήματα γίνονται 4,2 φορές, 24ωρο καρδιογράφημα γίνεται 1,6 φορές το χρόνο, τεστ κοπώσεως και πνευμονολογική εξέταση 0,9 φορές το χρόνο, ενώ συνολικά, οι ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή επισκέπτονται το γιατρό τους 4,3 φορές το χρόνο.
Με τη διάγνωση της κολπικής μαρμαρυγής, οι γιατροί επιλέγουν σε ποσοστό 89,6% των περιστατικών τη φαρμακευτική αγωγή μαζί με καρδιομετατροπή ή χωρίς την τελευταία, ενώ ένα ποσοστό της τάξης του 5,2% δεν παίρνει καμία θεραπεία και άλλο ένα ίδιο ποσοστό (5,2%) οδηγείται σε επεμβατική αντιμετώπιση.
Συνολικά όμως, στο 59,5% των περιπτώσεων επιλέγεται n στρατηγική αποκατάστασης του καρδιακού ρυθμού, ενώ στο 40,5% επιλέγεται στρατηγική ελέγχου της καρδιακής συχνότητας.
Στην πρώτη περίπτωση, της στρατηγικής επί του καρδιακού ρυθμού, το ετήσιο κόστος φθάνει τις 3.207,1 ευρώ, ποσό που περιλαμβάνει αντιαρυθμικά φάρμακα 143,28 ευρώ, αντιθρομβωτικά 100,97 ευρώ, ανάταξη 498,73 ευρώ, επισκέψεις και εργαστηριακές εξετάσεις 1.651,21 ευρώ.
Στη δεύτερη περίπτωση του ελέγχου της καρδιακής συχνότητας, το συνολικό κόστος είναι χαμηλότερο και φθάνει ια 2.118,29 ευρώ. To ποσό αυτό περιλαμβάνει 113,38 ευρώ φάρμακα για τη συχνότητα, 92,03 ευρώ αντιθρομβωτικά, 1.637,40 ευρώ εξετάσεις και 275,49 ευρώ νοσηλεία.
Η επεμβατική στρατηγική, είναι n πιο ακριβή επιλογή, καθώς φθάνει ανά ασθενή τις 6.476,55 ευρώ, καθώς n επέμβαση κοστίζει 3.944,64 ευρώ και συνοδεύεται από φαρμακευτική αγωγή περίπου 143 ευρώ, εξετάσεις ύψους 1.433,8 ευρώ και νοσηλεία 955 ευρώ περίπου.
Με βάση τα παραπάνω αποτελέσματα κατά στρατηγική και τον επιμερισμό των ασθενών, το μέσο ετήσιο κόστος ανά ασθενή με κολπική μαρμαρυγή στην Ελλάδα υπολογίζεται στα 2.970 ευρώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου